- θηρόθυμος
- θηρόθυμος, -ον (Α)αυτός που έχει ψυχή θηρίου, θηριώδης.[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο)-* + -θυμος (< θυμός), πρβλ. δύσ-θυμος, οξύ-θυμος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θηρόθυμον — θηρόθῡμον , θηρόθυμος with brutal mind masc/fem acc sg θηρόθῡμον , θηρόθυμος with brutal mind neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρ(ο)- — (ΑΜ θηρ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται ή έχει σχέση με τους θήρες, τα θηρία. ΣΥΝΘ. θηρόθυμος αρχ. θηραγρέτης, θηραγρία, θήραγρος, θηραρχία, θήραρχος, θηρεπωδός, θηρίβορος, θηροβολώ, θηροβόρος, θηρόβοτος,… … Dictionary of Greek
θυμός — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… … Dictionary of Greek